- συναισθάνεται
- συναισθάνομαιperceive simultaneouslypres ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναισθάνομαι — ΝΜΑ, και συναίσθομαι Α 1. συμμερίζομαι τα συναισθήματα κάποιου, έχω κι εγώ το ίδιο συναίσθημα (α. «συναισθάνομαι τον πόνο σου» β. «συναισθάνεσθαι καὶ συναλγεῑν ἀλλήλοις», Πλούτ.) 2. έχω πλήρη συνείδηση ενός πράγματος, εννοώ κάτι με όλη του τη… … Dictionary of Greek
συναισθάνομαι — συναισθάνθηκα, κατανοώ, έχω επίγνωση: Συναισθάνεται το μέγεθος της ευθύνης του. – Συναισθάνεται το κακό που έχει κάνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτοσυνειδησία — Φιλοσοφικός όρος που σημαίνει την ικανότητα του ανθρώπου να γνωρίζει τον εαυτό του. Κατά τη νηπιακή ηλικία, όταν ο άνθρωπος αρχίζει να παρατηρεί συνειδητά τον γύρω κόσμο, έχει μια κάποια συναίσθηση του εαυτού του καθώς αντιλαμβάνεται, με την… … Dictionary of Greek
εξάρτηση — η (Α ἐξάρτησις) [εξαρτώ] το αποτέλεσμα τού εξαρτώ, η ανάρτηση, το κρέμασμα νεοελλ. 1. η υπαγωγή κάποιου στην εξουσία ή στη διάθεση άλλου ατόμου, συνόλου ή καταστάσεως («εξάρτηση από την κρατική οργάνωση») 2. λογική εξάρτηση, αλληλεξάρτηση 3.… … Dictionary of Greek
ευσυναίσθητος — εὐσυναίσθητος, ον (Α) αυτός που συναισθάνεται εύκολα («εὐσυναίσθητον ὁ ἐλέφας», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν αισθάνομαι] … Dictionary of Greek
συμπόνια — η, Ν το να συναισθάνεται κανείς τον πόνο τού άλλου, φιλεύσπλαχνη διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. συμπονώ (πρβλ. καταφρονώ: καταφρόνια)] … Dictionary of Greek
συνίστωρ — ορος, ὁ, ΜΑ [ἵστωρ] 1. αυτός που γνωρίζει κάτι εξίσου καλά με άλλον («θεοὶ ὅσοι γῆν Πλαταιΐδα ἔχετε καὶ ἥρωες, ξυνίστορές ἐστε», Θουκ.) 2. αυτός που συμμερίζεται τη γνώμη κάποιου άλλου («τούτων οἱ συνίστορες καὶ βεβαιωταί και ὑπέρμαχοι», Δαμασκ.… … Dictionary of Greek
ψυχοσύνθεση — η η ψυχική σύνθεση, ο ιδιαίτερος τρόπος κατά τον οποίο συναισθάνεται ή σκέπτεται κανείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)